- αυτονομιστής
- ο , αυτονομιστήςιστρια η сторонник, -ца автономии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτονομιστής — ο (θηλ. ίστρια) αυτός που επιδιώκει με ειρηνικά ή δυναμικά μέσα την αυτονόμηση μιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόνομος Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. home ruler). Η λ. αυτονομισταί μαρτυρείται από το 1881 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek
αυτονομιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός της αυτονόμησης μιας χώρας ή μιας περιοχής: Βάσκοι αυτονομιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)